ήθησις

ήθησις
(-εως) η процеживание; фильтрация

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ήθησις" в других словарях:

  • ήθηση — η (Α ἤθησις) [ηθώ] η ενέργεια τού ηθώ, αποστράγγιση, διύλιση, στράγγισμα, σούρωμα αρχ. (για πέτρες) 1. καθάρισμα, τρίψιμο, λείανση («ἠθήσιος τῶν λίθων», επιγρ.) 2. κοσκίνισμα, καθαρισμός μεταλλεύματος …   Dictionary of Greek

  • ήθισις — ἤθισις, ἡ (Α) (στον Αριστοτ.) πιθανόν εσφ. ανάγν. αντί τού ορθού τ. ήθησις* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»